ρημοκ(κ)λήσι

ρημοκ(κ)λήσι
το часовня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρημοκ(κ)λήσι" в других словарях:

  • ερημοκκλήσι — και ρημοκ(κ)λήσι και ερημόκ(κ)λησο και ερμοκλήσι, το και ερημοκ(κ)λησιά και ερμο(κ)κλησιά, η (Μ ἐρημοκκλήσι) μικρή εξοχική εκκλησία που δεν ανήκει σε ενοριακή περιφέρεια, εξωκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + κκλήσι (< εκκλησία) πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»